καχομιλία
Look at other dictionaries:
καχομιλία — καχομιλία, ἡ (Α) κακομιλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή του κ στο αντίστοιχο δασύ χ προ δασέος φθόγγου) + ομιλία (< ὁμιλία), πρβλ. ευ ομιλία, συν ομιλία] … Dictionary of Greek
καχομιλίαν — καχομιλίᾱν , καχομιλίη unlucky harbourage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)